-φορος

-φορος
ΝΜΑ
β' συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ- τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν 600 στην Αρχαία και περισσότερων από 200 στη Νέα Ελληνική). Τα παροξύτονα ονόματα σε -φόρος είναι αντικειμενικά σύνθ. με α' συνθετικό συνήθως ένα ουσιαστικό και με τις σημασίες τού «έχω» (πρβλ. πτεροφόρος, τροχοφόρος), «μεταφέρω, κουβαλώ» (πρβλ. αχθοφόρος, στεφανηφόρος), «παράγω» (πρβλ. καρπο-φόρος, οπωροφόρος), «προκαλώ, προξενώ» (πρβλ. θανατηφόρος, ολεθροφόρος), «φορώ» (πρβλ. ρασοφόρος, φουστανελοφόρος) και, γενικά, όλες τις σημασίες τού ρήματος φέρω*. Τα προπαροξύτονα ονόματα σε -φορος που είναι σύνθετα με α' συνθετικό μία πρόθεση έχουν σχηματιστεί από τα αντίστοιχα ρήματα, σύνθετα τού φέρω (πρβλ. διάφορος < διαφέρω, σύμφορος < συμφέρω). Επίσης, απαντούν και σύνθετα σε -φορος με α' συνθετικό ένα όνομα, στα οποία η προπαροξυτονία προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. θεόφορος: θεοφόρος, ταυρόφορος: ταυροφόρος). Τέλος, από τα σύνθετα σε -φόρος / -φορος έχουν σχηματιστεί μετονοματικά ρήματα σε -φορώ (πρβλ. αεθλοφορώ, καρποφορώ) και παράγωγα ουσιαστικά σε -φορία (πρβλ. καρποφορία, τελεσφορία).Παραδείγματα σύνθ. με β' συνθετικό -φόρος: αγγελιαφόρος, ακανθοφόρος, αμπελοφόρος, αρτοφόρος, αρωματοφόρος, αχθοφόρος, δαφνηφόρος, δενδροφόρος, δορυφόρος, δρεπανηφόρος, ελαιοφόρος, ζωηφόρος, ζωοφόρος, ηλεκτροφόρος, θανατηφόρος, θεοφόρος, θερμοφόρος, ιχθυοφόρος, καρποφόρος, κερασφόρος, κερδοφόρος, κωνοφόρος, λαμπαδηφόρος, λευκοφόρος, λεωφόρος, λογχοφόρος, μαργαριτοφόρος, μαστιγοφόρος, μαχαιροφόρος, μελανοφόρος, μηλοφόρος, μισθοφόρος, μυροφόρος, νεκροφόρος, νικηφόρος, οδοντοφόρος, οινοφόρος, ομβροφόρος, ονυχοφόρος, οπλοφόρος, οπωροφόρος, πελεκυφόρος, πηλοφόρος, πληκτροφόρος, πλουτοφόρος, πτεροφόρος, πτερυγοφόρος, πυρ(ο)φόρος, πωγωνοφόρος, ραβδοφόρος, ρακοφόρος, ριζοφόρος, ροπαλοφόρος, σαρισοφόρος, σελασφόρος, σημαιοφόρος, σιδηροφόρος, σιτοφόρος, σκαφηφόρος, σκευοφόρος, σκιαδοφόρος, σπονδοφόρος, σταυροφόρος, στεφανηφόρος, τελεσφόρος, τηβεννοφόρος, τοξοφόρος, τροπαιοφόρος, υδροφόρος, υπνοφόρος, φωσφόρος, φωτοφόρος, χαλκοφόρος, χοηφόρος, χρυσοφόρος, ψηφοφόρος, ωοφόρος
αρχ.
αειφόρος, ασπιδοφόρος, βοτρυοφόρος, γραμματοφόρος, δασμοφόρος, δρυφόρος, δωροφόρος, θυλακοφόρος, ιεραφόρος, καλαθηφόρος, κεραυνοφόρος, κινησιφόρος, κλαδηφόρος, κριθοφόρος, κριοφόρος, κυπελλοφόρος, λιθοφόρος, λυσσοφόρος, λωτοφόρος, μαννοφόρος (Ι), μηκωνοφόρος, μηχανοφόρος, ναρδοφόρος, ναρθηκοφόρος, ναυαγιοφόρος, νεφελοφόρος, νηοφόρος, νοερηφόρος, νοσηφόρος, νουσοφόρος, ξιφηφόρος, ξυλοφόρος, ξυστοφόρος, οβελιαφόρος, οδυνηφόρος, οιακοφόρος, οικοφόρος, οιστροφόρος, ολβοφόρος, ολεθροφόρος, οληφόρος, ολιγοφόρος, ολονθοφόρος, ολυνθοφόρος, ομοιοφόρος, ονησιφόρος, ονθοφόρος, οπισθοφόρος, ορκιοφόρος, οροβοφόρος, οροφηφόρος, οσχοφόρος, οτιαφόρος, ουλαμηφόρος, ουλαφηφόρος, ουλοφόρος, ουρανοφόρος, οφιοφόρος, οψιφόρος, οψοφόρος, παλιουροφόρος, παστοφόρος, πεζοφόρος, πελτοφόρος, πιθηκοφόρος, πλειστοφόρος, ποηφόρος, πορπαφόρος, ποτηριοφόρος, προικοφόρος προτομαφόρος, πυργοφόρος, ροιοφόρος, σακεσφόρος, σακηφόρος, σακοφόρος, σαρκοφόρος, σεβαστοφόρος, σειραφόρος, σειστροφόρος, σελαηφόρος, σελινοφόρος, σησαμοφόρος, σιγλοφόρος, σιλφιοφόρος, σινδονοφόρος, σιοφόρος, σκατοφόρος, σκηπτροφόρος, σκιοφόρος, σκολλυφόρος, σκοτεινοφόρος, σκυλοφόρος, σκυταληφόρος, σμυρνοφόρος, σπαδικοφόρος, σπαθηφόρος, σπαρτοφόρος, σπειροφόρος (ΙΙ), σπονδοφόρος, σπυριδοφόρος, σταφυληφόρος, σταχυοφόρος, στεμματοφόρος, στιγματοφόρος, στρεπτοφόρος, στροβιλοφόρος, συκιδαφόρος, συκοφόρος, σχοινοφόρος, σωματοφόρος, ταρταρηφόρος, ταυροφόρος, τεττιγοφόρος, τευχεσφόρος, τηλεφόρος, τραγηφόρος, τραπεζοφόρος, φαρμακοφόρος, φιαληφόρος, φοινικοφόρος, φυτοφόρος, χορτοφόρος, ψηφιδοφόρος
αρχ.-μσν.
μελανηφόρος, οστοφόρος, πιλοφόρος, πνευματοφόρος, σημειοφόρος, σκορδοφόρος, σκορπιοφόρος, σταφυλοφόρος, στεφηφόρος, τιαραφόρος
μσν.
λογοφόρος, μαννοφόρος (ΙΙ), μαντοφόρος, μαργαροφόρος, νυκτοφόρος, νυμφιοφόρος, οϊστοφόρος, πενιχροφόρος, πικροφόρος, πλανοφόρος, ποκοφόρος, πορφυροφόρος, πτηνοτοξοπυρφόρος, ρακιοφόρος, ρομφαιοφόρος, ρυπαροφόρος, σαπροφόρος, σηρικοφόρος, σιγνοφόρος, σκηνοφόρος, σκηνωματοφόρος, στεμματηφόρος, στρωμνηφόρος, τεκνοφόρος
μσν.- νεοελλ.
νεροφόρος, σιφωνοφόρος
νεοελλ.
αιμοφόρος, ανθρακοφόρος, ασθενοφόρος, βαθμοφόρος, βρακοφόρος, γενειοφόρος, ελπιδοφόρος, κανονιοφόρος, λαχειοφόρος, λυχνιοφόρος, μανδυοφόρος, μαντατοφόρος, μαρσιποφόρος, μασκοφόρος, μαστιχοφόρος, μελιτοφόρος, μικροβιοφόρος, μουστακοφόρος, μυστακοφόρος, νοσοφόρος, οβιδοφόρος, ολμοφόρος, ομματοφόρος, παρασειοφόρος, πετρελαιοφόρος, πνευμονοφόρος, προβοσκιδοφόρος, προσοδοφόρος, προσωπιδοφόρος, πτερυγιοφόρος, ρασοφόρος, ρευματοφόρος, ρητινοφόρος, ριζομαστιγοφόρος, ρινοφόρος, ριπιφόρος, ρυγχοφόρος, ρυτοφόρος, σακχαροφόρος, σηματοφόρος, σημαφόρος, σιαλοφόρος, σκολοφόρος, σπαθοφόρος, σπερμοβλαστοφόρος, σποριαγγειοφόρος, σποριοφόρος, σταυροφόρος, στροφαλοφόρος, στυλοφόρος, σωληνοφόρος, ταινιοφόρος, τερετροφόρος, τιτλοφόρος, τοκοφόρος, τοξινοφόρος, τροχοφόρος, τυφεκιοφόρος, φλογοφόρος, φουστανελοφόρος, χαλαζοφόρος.Παραδείγματα σύνθ. σε -φορος: αδιάφορος, απρόσφορος, ασύμφορος, διάφορος, επίφορος, εύφορος, παράφορος, πρόσφορος, σύμφορος
αρχ.
δύσφορος, θεόφορος, οκτώφορος, ταυρόφορος, τετράφορος
νεοελλ.
ανήφορος, κατήφορος, μονόφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορός — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… …   Dictionary of Greek

  • φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”